- γλεύκους
- γλεύ̱κους , γλεῦκοςsweet new wineneut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
μπίρα — Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση βύνης (κριθαριού που πέταξε βλαστό), αρωματισμένης με λυκίσκο. Η μ. και τα ανάλογα ποτά που προέρχονται από τη ζύμωση άλλων δημητριακών είναι από τα πιο αρχαία και τα πιο διαδεδομένα. Τη χρησιμοποιούσαν … Dictionary of Greek
αποθείωση — Διαδικασία με την οποία ελαττώνεται ή αφαιρείται το θείο ή θειούχες ενώσεις από διάφορες ουσίες. Η α. έχει ιδιαίτερη σημασία στη μεταλλουργία, στην οινολογία και στη διύλιση των πετρελαίων. Στην πρώτη περίπτωση επιδιώκεται αφαίρεση του θείου από… … Dictionary of Greek
ουίσκι — Αλκοολούχο ποτό, που λαμβάνεται από απόσταξη από τη ζύμωση γλεύκους σιτηρών και περισσότερο από κριθάρι ή αραβόσιτο. Το ποτό αυτό διαφέρει από το συνηθισμένο απόσταγμα σιτηρών, χάρη στη γεύση του, που οφείλεται στην ειδική επεξεργασία των πρώτων… … Dictionary of Greek
Onciale 076 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 076 … Wikipédia en Français
Кодекс 076 — Библейские рукописи: Папирусы • Унциалы • Минускулы • Лекционарии Унциал 076 … Википедия
γλευκαγωγός — ο (Α γλευκαγωγός, όν) κατάλληλος για μεταφορά γλεύκους … Dictionary of Greek
γλευκομετρία — η η μέτρηση τής πυκνότητας τού γλεύκους (μούστου), ο προσδιορισμός τής περιεκτικότητας του σε σάκχαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + μετρία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1888] … Dictionary of Greek
γλευκόμετρο — το όργανο, με το οποίο μετριέται η περιεκτικότητα τού γλεύκους σε σάκχαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + μέτρο(ν). Η λ. γλευκόμετρον μαρτυρείται από το 1881 στον Μαν. Χαιρέτη] … Dictionary of Greek
εκκαθαριστής — ο (θηλ. εκκαθαρίστρια) 1. αυτός που διενεργεί εκκαθάριση τών λογαριασμών εταιρείας, καταστήματος κ.λπ. 2. ειδική συσκευή για την αφαίρεση τού γλεύκους από την ακάθαρτη τρυγία που παρασύρεται με τη σύνθλιψη τών σταφυλιών … Dictionary of Greek